- ἀνοσίοις
- ἀνόσιοςunholymasc/neut dat plἀνόσιοςunholymasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
непреподобьныи — (15) пр. Нечестивый, преступный: и си˫а руками сквьрньными и непрѣподобьными творѧхѹ (ἀνοσίοις) ΚΡ 1284, 379а; сборъ же ст҃ль непрѣ||по(д)бныхъ събравъ. и неч(с)тивоѥ своего безбожiѧ повелѣниѥ изложи до коньца Там же, 379б–в; прѣмѣни мѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek